στο λεξικό PONS
Ob·jekt <-[e]s, -e> [ɔpˈjɛkt] ΟΥΣ ουδ
-
- vermietetes Objekt
-
- indirektes Objekt ουδ
-
- dreieckiges Objekt
-
- bezugsfertiges Objekt
-
- untervermietetes Objekt θηλ
-
- Objekt ουδ <-(e)s, -e>
- object ΦΙΛΟΣ
- Objekt ουδ <-(e)s, -e>
-
- Objekt ουδ <-(e)s, -e>
-
- direktes/indirektes Objekt
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Objekt
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.