στο λεξικό PONS
col·lat·er·al aˈgree·ment ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
I. col·lat·er·al [kəˈlætərəl, αμερικ kəˈlæt̬-] ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
II. col·lat·er·al [kəˈlætərəl, αμερικ kəˈlæt̬-] ΕΠΊΘ
1. collateral (parallel):
2. collateral τυπικ (descended in different line):
3. collateral (subordinate):
agree·ment [əˈgri:mənt] ΟΥΣ
1. agreement no pl (same opinion):
2. agreement (approval):
3. agreement (arrangement):
4. agreement (contract, pact):
5. agreement ΧΡΗΜΑΤΟΠ (consistency):
6. agreement ΓΛΩΣΣ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
collateral agreement ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
collateral ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.