στο λεξικό PONS
I. rela·tive [ˈrelətɪv, αμερικ also -t̬ɪv] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. relative (connected to):
2. relative (corresponding):
II. rela·tive [ˈrelətɪv, αμερικ also -t̬ɪv] ΕΠΊΡΡ
III. rela·tive [ˈrelətɪv, αμερικ also -t̬ɪv] ΟΥΣ
blood ˈrela·tive ΟΥΣ
rela·tive ˈclause ΟΥΣ
rela·tive hu·ˈmid·ity ΟΥΣ no pl ΜΕΤΕΩΡ
rela·tive ˈpro·noun ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
relative preferred stock ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
relative frequency
relative speed ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
relative braking distance ΟΔ ΑΣΦ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.