στο λεξικό PONS
lane [leɪn] ΟΥΣ
1. lane (narrow road):
2. lane (marked strip):
ˈfil·ter lane ΟΥΣ βρετ
ex·ˈpress lane ΟΥΣ
ˈlane-de·par·ture ΕΠΊΘ αμετάβλ
lane-departure warning system, accident:
ˈbi·cy·cle lane ΟΥΣ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
contraflow lane ΥΠΟΔΟΜΉ
blocked lane ΥΠΟΔΟΜΉ
through lane ΥΠΟΔΟΜΉ
merging lane ΥΠΟΔΟΜΉ
turning lane ΥΠΟΔΟΜΉ
neighbouring lane ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.