στο λεξικό PONS
lan·guage dis·or·der ΟΥΣ
1. language disorder ΙΑΤΡ:
2. language disorder (developmental disorder):
dis·or·der [dɪˈsɔ:dəʳ, αμερικ -ɔ:rdɚ] ΟΥΣ
1. disorder no pl (disarray):
2. disorder ΙΑΤΡ:
3. disorder no pl (riot):
lan·guage [ˈlæŋgwɪʤ] ΟΥΣ
1. language (of nation):
2. language no pl:
3. language (of specialist group):
4. language Η/Υ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.