στο λεξικό PONS
I. di·ges·tive [daɪˈʤestɪv] ΕΠΊΘ αμετάβλ
- digestive
- Verdauungs- ειδικ ορολ
- digestive
-
- digestive disorder, enzymes, juices, tract
-
- digestive problems pl
-
II. di·ges·tive [daɪˈʤestɪv] ΟΥΣ
- digestive
-
- digestive
-
di·ges·tive ˈbis·cuit ΟΥΣ
- digestive biscuit
- Vollkornkeks αρσ
- digestive biscuit
-
di·ˈges·tive sys·tem ΟΥΣ
- digestive system
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.