short·ly [ˈʃɔ:tli, αμερικ ˈʃɔ:rt-] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. shortly (soon):
2. shortly (curtly):
- shortly
-
- shortly thereafter
-
- shortly thereafter
-
- shortly [or soon]afterwards
-
-
- shortly
-
- shortly
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.