στο λεξικό PONS
re·le·vant [releˈvant] ΕΠΊΘ τυπικ
- relevant
- relevant
- etw ist verfassungsrechtlichrelevant/nicht relevant
-
-
- relevant
-
- relevant
- relevant
- relevant
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Marktrisiko-relevant ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Marktrisiko-relevant
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.