στο λεξικό PONS
I. pend·ing [ˈpendɪŋ] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΝΟΜ
II. pend·ing [ˈpendɪŋ] ΠΡΌΘ τυπικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
pending ΕΠΊΘ ΛΟΓΙΣΤ
- pending (noch nicht abgeschlossen)
-
- pending (noch nicht abgeschlossen)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.