I. beid·sei·tig [ˈbaidzaitɪç] ΕΠΊΘ
1. beidseitig (auf beiden Seiten vorhanden):
2. beidseitig → beiderseitig
II. beid·sei·tig [ˈbaidzaitɪç] ΕΠΊΡΡ
bei·der·sei·tig [ˈbaidɐzaitɪç] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.