στο λεξικό PONS
I. ge·lähmt ΡΉΜΑ
gelähmt μετ παρακειμ: lähmen
II. ge·lähmt ΕΠΊΘ
läh·men [ˈlɛ:mən] ΡΉΜΑ μεταβ
1. lähmen ΙΑΤΡ (außer Funktion setzen):
läh·men [ˈlɛ:mən] ΡΉΜΑ μεταβ
1. lähmen ΙΑΤΡ (außer Funktion setzen):
I. ge·lähmt ΡΉΜΑ
gelähmt μετ παρακειμ: lähmen
II. ge·lähmt ΕΠΊΘ
-
- halbseitig gelähmt
-
- gelähmt ειδικ ορολ
-
- jdn/etw lähmen [o. ειδικ ορολ paralysieren]
-
- doppelseitig gelähmt
- to anaesthetize sb μτφ
- jdn lähmen
-
- gelähmt μτφ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.