lame [leɪm] ΕΠΊΘ
2. lame (weak):
ˈlame-brained ΕΠΊΘ αμερικ μειωτ οικ
ˈlame-duck ΕΠΊΘ προσδιορ
lame-duck government, management:
- lame-duck
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.