στο λεξικό PONS
Ge·län·de <-s, -> [gəˈlɛndə] ΟΥΣ ουδ
1. Gelände (Land):
Gelände ΟΥΣ
- Gelände (Grundstück) ουδ
- premises ουσ πλ
- etw verflachen Gelände
-
- etw verflachen Gelände
-
-
- Gelände ουδ <-s, ->
-
- Gelände-/Kriegsspiel, bei dem die Teilnehmer mit Farbpistolen aufeinander schießen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.