venue [ˈvenju:] ΟΥΣ
1. venue:
- venue (for competition)
-
2. venue αμερικ ΝΟΜ (location for trial):
- venue
- Verhandlungsort αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.