στο λεξικό PONS
Teil·neh·mer(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Teilnehmer (Anwesender):
2. Teilnehmer (Beteiligte):
3. Teilnehmer (Telefoninhaber):
- Teilnehmer(in)
-
-
- Teilnehmer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Teilnehmer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Teilnehmer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
-
- Teilnehmer(in) αρσ (θηλ) <-s, ->
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Teilnehmer(in)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.