στο λεξικό PONS
rid·er [ˈraɪdəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. rider:
2. rider τυπικ (amendment):
- rider
-
- rider
-
- Mofafahrer(in)
- moped rider
- Kunstreiter(in)
- trick rider
- Mopedfahrer(in)
- moped rider
-
- rider βρετ
-
- rider
- Allonge ΟΙΚΟΝ
- rider
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
free rider ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- free rider
- Trittbrettfahrer αρσ
-
- free rider
- Free Rider (Trittbrettfahrer)
- free rider
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
- Benutzer eines bestimmten Verkehrsmittels ΔΗΜΟΣΚ, ΠΡΟΤΥΠΟΠ
- captive rider
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.