στο λεξικό PONS
Pkw <-s, -s> [ˈpe:ka:ve:] ΟΥΣ αρσ
Pkw συντομογραφία: Personenkraftwagen
Personenkraftwagen ΥΠΟΔΟΜΉ
Per·so·nen·kraft·wa·gen <-s, -> ΟΥΣ αρσ τυπικ
-
- motorcar τυπικ
Pkw-Pro·duk·ti·on ΟΥΣ θηλ
- Pkw-Produktion
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PKW-Einschränkung ΠΕΡΙΒ, ΥΠΟΔΟΜΉ
PKW-Verfügbarkeit ΔΗΜΟΣΚ, ΠΡΟΤΥΠΟΠ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.