στο λεξικό PONS
Wett·be·werb <-[e]s, -e> [ˈvɛtbəvɛrp] ΟΥΣ αρσ
1. Wettbewerb (Veranstaltung zur Ermittlung des Besten):
2. Wettbewerb kein πλ ΟΙΚΟΝ (Konkurrenzkampf):
- Wettbewerbs- und Kostendruck
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
freier Wettbewerb phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- sich αιτ für einen Wettbewerb melden
- Wettbewerbs- und Kostendruck
- [an etw δοτ] teilnehmen an einem Wettbewerb teilnehmen
- sich αιτ im Wettbewerb gegen jdn durchsetzen