suc·cess·ful·ly [səkˈsesfəli] ΕΠΊΡΡ
- successfully
-
- etw hintertreiben
-
- die [o. alle] Klippen [erfolgreich] umschiffen
-
- etw absolvieren
-
- sich αιτ im Wettbewerb gegen jdn durchsetzen
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.