στο λεξικό PONS
Li·nie <-, -n> [ˈli:ni̯ə] ΟΥΣ θηλ
1. Linie (längerer Strich):
3. Linie ΜΕΤΑΦΟΡΈς (Verkehrsverbindung):
4. Linie πλ ΣΤΡΑΤ (Frontstellung):
5. Linie ΠΟΛΙΤ a. (allgemeine Richtung):
6. Linie (Verwandtschaftszweig):
ιδιωτισμοί:
- zusammengehen Linien
-
- gestrichelte Linie Straße
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Portefeuille-Linie ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Pre-Settlement-Linie ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Weg-Zeit-Linie ΠΡΟΤΥΠΟΠ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.