στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 Ab·schrei·bung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Abschreibung (steuerliche Geltendmachung):
2. Abschreibung (Wertminderung):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
lineare Abschreibung phrase ΦΟΡΟΛ
Abschreibung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Abschreibung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Lindenbaum
- Lindenblütenhonig
- Lindenblütentee
- lindern
- Linderung
- lineare Abschreibung
- Linguist
- Linguistik
- Linguistin
- linguistisch
- Linie
