στο λεξικό PONS
li·ne·ar [lineˈa:ɐ̯] ΕΠΊΘ
-
- lineare Unabhängigkeit θηλ
-
- lineare Optimierung
-
- lineare Unabhängigkeit
-
- lineare Abschreibung ειδικ ορολ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
lineare Abschreibung phrase ΦΟΡΟΛ
- lineare Abschreibung
-
- lineare Abschreibung
-
-
- lineare Abschreibung θηλ
-
- lineare Abschreibung θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- lineare Abschreibung ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- nicht linear [o. nichtlinear] ΜΑΘ
- lineare Verzerrung
- lineare/modulare Programmierung