στο λεξικό PONS
Op·ti·mie·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Optimierung ΜΑΘ:
- Optimierung
-
2. Optimierung (optimale Festlegung von Eigenschaften):
- Optimierung
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Optimierung ΟΥΣ θηλ CTRL
- Optimierung
-
Portfolio-Optimierung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Portfolio-Optimierung
-
-
- Portfolio-Optimierung θηλ
-
- Optimierung θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Optimierung
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.