στο λεξικό PONS
Waa·ge <-, -n> [ˈva:gə] ΟΥΣ θηλ
1. Waage ΤΕΧΝΟΛ (Gerät zum Wiegen):
Tag1 <-[e]s, -e> [ta:k, πλ ta:gə] ΟΥΣ αρσ
1. Tag (Abschnitt von 24 Stunden):
2. Tag (Datum):
3. Tag (Gedenktag):
4. Tag (Tageslicht):
5. Tag πλ οικ (Menstruation):
6. Tag πλ (Lebenszeit):
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
BAG ΟΥΣ ουδ
VAG ΟΥΣ ουδ
Versicherungsaufsichtsgesetz ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Wahl ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Wahl ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.