στο λεξικό PONS
Auf·trag <-[e]s, Aufträge> [ˈauftra:k, πλ ˈauftrɛ:gə] ΟΥΣ αρσ
1. Auftrag (Beauftragung):
2. Auftrag (Bestellung):
3. Auftrag (Anweisung):
4. Auftrag kein πλ τυπικ (Mission):
5. Auftrag (das Aufstreichen):
- Stornierung eines Auftrags
-
- Storno Reise, Auftrag
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
kombinierter Auftrag phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Immediate-or-cancel-Auftrag ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.