I. aus·drück·lich [ˈausdrʏklɪç] ΕΠΊΘ προσδιορ
II. aus·drück·lich [ˈausdrʏklɪç] ΕΠΊΡΡ
-
- ausdrücklich τυπικ
- to tell sb sth explicitly
- jdm etw ausdrücklich sagen
- explicit agreement, consent, order
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.