στο λεξικό PONS
I. nor·mal [nɔrˈma:l] ΕΠΊΘ
1. normal (üblich):
normal ΕΠΊΘ
- normal (ohne Extras oder Schnickschnack)
- vanilla οικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Normal Market αρσ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.