στο λεξικό PONS
Um·stand <-[e]s, -stände> ΟΥΣ αρσ
1. Umstand (wichtige Tatsache):
2. Umstand πλ (Schwierigkeiten):
3. Umstand πλ (Förmlichkeiten):
Umstand ΟΥΣ
- Umstand αρσ
-
- unter sonderbaren Umständen
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.