στο λεξικό PONS
Kon·trakt·part·ner(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Hab·se·lig·kei·ten [ˈha:pze:lɪçkaitn̩] ΟΥΣ πλ
Geld·schwie·rig·kei·ten ΟΥΣ πλ
Kre·dit·fäl·lig·keit ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Fäl·lig·keits·tag <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Fäl·lig·keits·mo·nat ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Selbst·ge·fäl·lig·keit <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ kein πλ
Ge·fäl·lig·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Gefälligkeit (Gefallen):
2. Gefälligkeit kein πλ (Hilfsbereitschaft):
Fäl·lig·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Fäl·lig·keits·ver·fah·ren ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Gesetz über Ordnungswidrigkeiten ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Zinsfälligkeit ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Forward-Kontrakt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Fälligkeitstermin ΟΥΣ αρσ ΛΟΓΙΣΤ
Ertrag bis Fälligkeit ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Futures-Kontrakt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Fälligkeitsverfahren ΟΥΣ ουδ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Fälligkeitsstruktur ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
Zahlungsfälligkeit ΟΥΣ θηλ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.