στο λεξικό PONS
pos·ses·sion [pəˈzeʃən] ΟΥΣ
1. possession no pl (having):
2. possession usu pl (something owned):
3. possession ΠΟΛΙΤ (area of land):
self-pos·ˈses·sion ΟΥΣ no pl
va·cant pos·ˈses·sion ΟΥΣ βρετ, αυστραλ ΝΟΜ
possession ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
possession ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Besitz αρσ
constructive possession ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
splitting up of possessions ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.