στο λεξικό PONS
ter·ri·tory [ˈterɪtəri, αμερικ -ətɔ:ri] ΟΥΣ
1. territory (area of land):
2. territory no pl ΠΟΛΙΤ:
3. territory ΒΙΟΛ:
4. territory (of activity or knowledge):
5. territory αυστραλ:
I. posi·tive [ˈpɒzətɪv, αμερικ ˈpɑ:zət̬-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. positive (certain):
2. positive (optimistic):
3. positive αμετάβλ ΙΑΤΡ:
4. positive προσδιορ, αμετάβλ (complete):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
positive territory ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.