στο λεξικό PONS
I. echt [ɛçt] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
echtes Pensionsgeschäft phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.