στο λεξικό PONS
re·course [rɪˈkɔ:s, αμερικ -ˈkɔ:rs] ΟΥΣ no pl
- recourse
-
- recourse ΟΙΚΟΝ
-
- recourse ΟΙΚΟΝ
-
recourse ΟΥΣ
- recourse
-
non-re·ˈcourse ΕΠΊΘ αμετάβλ ΝΟΜ
- non-recourse
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
recourse claim ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- recourse claim
- Regressanspruch αρσ
- recourse claim
-
recourse factoring ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- recourse factoring (Zessionskredit)
-
claim to recourse ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
right of recourse ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
-
- Rückgriffsrecht ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.