στο λεξικό PONS
Fac·tor <-[s], -s> [ˈfæktər] ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- Factor (spezielles Finanzinstitut)
-
- Factor (spezielles Finanzinstitut)
- factor
- debt factor
- Factor αρσ <-[s], -s>
- factor
- Factor αρσ <-[s], -s>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Factor ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- factor
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.