στο λεξικό PONS
for·fait·er [ˈfɔ:fɪtəʳ, αμερικ ˈfɔ:rfɪt̬ɚ] ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- forfaiter
-
-
- forfaiter
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
forfaiter ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- forfaiter (Factor; Finanzinstitut, das Geldforderungen aus Warenlieferungen und Dienstleistungen aufkauft)
- Forfaiteur αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.