στο λεξικό PONS
EC2 <-s, -s> [e:ˈtse:] ΟΥΣ αρσ
1. EC → Electronic Cash
- EC
-
2. EC ΙΣΤΟΡΊΑ → Euroscheck
- EC
-
Euroscheck ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Electronic Cash ΟΥΣ ουδ E-COMM
Eu·ro·scheck <-s, -s> ΟΥΣ αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ
Elec·tro·nic Cash <-s> [ɪlɛkˈtrɔnɪk ˈkæʃ] ΟΥΣ ουδ
Eu·ro·ci·ty·zug ΟΥΣ αρσ, EC [e:ˈtse:] ΟΥΣ αρσ
I. es·sen <isst, aß, gegessen> [ˈɛsn̩] ΡΉΜΑ μεταβ
essen (Nahrung zu sich nehmen):
II. es·sen <isst, aß, gegessen> [ˈɛsn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ
Es·sen <-s, -> [ˈɛsn̩] ΟΥΣ ουδ
1. Essen (zubereitete Mahlzeit, Speise):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
EC-Versicherung ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.