I. tüch·tig [ˈtʏçtɪç] ΕΠΊΘ
II. tüch·tig [ˈtʏçtɪç] ΕΠΊΡΡ οικ
1. tüchtig (viel):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.