στο λεξικό PONS
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
competent ΕΠΊΘ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- competent
-
competent to pass a resolution ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.