στο λεξικό PONS
I. kom·pe·tent [kɔmpeˈtɛnt] ΕΠΊΘ
II. kom·pe·tent [kɔmpeˈtɛnt] ΕΠΊΡΡ
- kompetent
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
kompetent ΕΠΊΘ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- kompetent
-
- kompetent
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.