στο λεξικό PONS
Kom·pe·tenz <-, -en> [kɔmpeˈtɛnts] ΟΥΣ θηλ
1. Kompetenz (Befähigung):
- Kompetenz
-
2. Kompetenz (Befugnis):
- Kompetenz
-
- Kompetenz
-
3. Kompetenz ΝΟΜ (Zuständigkeit):
-
- linguistische Kompetenz
-
- Kompetenz-Center ουδ
-
- soziale Kompetenz
-
- Kompetenz θηλ <-, -en>
-
- Kompetenz θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.