στο λεξικό PONS
I. au·ßer·halb [ˈausɐhalp] ΕΠΊΡΡ
II. au·ßer·halb [ˈausɐhalp] ΠΡΌΘ +γεν
2. außerhalb (zeitlich entfernt):
- außerhalb der Hoheitsgewässer
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kassenhaltung außerhalb der Banken phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.