στο λεξικό PONS
Reich·wei·te <-, -n> ΟΥΣ θηλ
1. Reichweite (Aktionsradius, Zugriff):
- range of a missile
- Reichweite θηλ <-, -n>
-
- Reichweite θηλ <-, -n>
-
- Reichweite θηλ <-, -n>
-
- Reichweite θηλ <-, -n>
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.