στο λεξικό PONS
Ur·sa·che <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Ursache (Grund):
- Ursache
-
Ursache ΟΥΣ
- Ursache θηλ ΦΙΛΟΣ
-
- psychosozial Ursache, Betreuung, Faktoren
-
- eine psychische Ursache haben
-
- eine psychische Ursache haben
-
- der mutmaßliche Grund/die mutmaßliche Ursache
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.