στο λεξικό PONS
zu·läs·sig [ˈtsu:lɛsɪç] ΕΠΊΘ
- zulässige Abweichung
-
- das maximal zulässige Gesamtgewicht
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
zulässige Abweichung phrase CTRL
- zulässige Abweichung (Toleranz)
-
zulässig ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
- zulässige Fahrgastzahl öffentlicher Verkehr, ΟΔ ΑΣΦ
-
-
- zulässige Fahrgastzahl
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
maximal zulässig
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.