I. steu·er·lich ΕΠΊΘ
II. steu·er·lich ΕΠΊΡΡ
- steuerlich/steuerlich nicht abzugsfähig
-
- steuerlich begünstigte Einkünfte
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.