στο λεξικό PONS
I. in·cen·tive [ɪnˈsentɪv, αμερικ -t̬ɪv] ΟΥΣ (motivation)
II. in·cen·tive [ɪnˈsentɪv, αμερικ -t̬ɪv] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
in·ˈcen·tive scheme ΟΥΣ
prod·uc·ˈtiv·ity in·cen·tive ΟΥΣ
ˈtax in·cen·tive ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
incentive compatibility ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
risk incentive ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
tax incentive ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
price incentive ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
investment incentive ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
development incentive ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
production incentive ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
long-term incentive ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.