στο λεξικό PONS
I <pl Is [or I's]>, i <pl i's> [aɪ] ΟΥΣ
A4 ΟΥΣ βρετ
A συντομογραφία: A level
A1 <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
1. A (hypothetical person, thing):
A <pl -s [or -'s]>, a <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
I. I1 [aɪ] ΑΝΤΩΝ πρόσ
I2 ΟΥΣ no pl ΧΗΜ
- I
- I <-, ->
i. i. d.
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
principle I ratio ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
euro I.O.U. ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
meiosis I
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.