στο λεξικό PONS
T <pl 's>, t <pl -'s [or -s]> [ti:] ΟΥΣ
A4 ΟΥΣ βρετ
A συντομογραφία: A level
A1 <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
1. A (hypothetical person, thing):
A <pl -s [or -'s]>, a <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
T1 <pl -> [ti:] ΟΥΣ
T ΦΥΣ συντομογραφία: tesla
- T
- T <-, ->
T3 ΣΎΝΘ
T Η/Υ συντομογραφία: tera-
- T
- T <-, ->
T-junc·tion [ˈti:jʌŋkʃən] ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
cytotoxic T cell (TC) [ˌsaɪtəʊtɒksɪk] ΟΥΣ
helper T cell (T) ΟΥΣ
T cell receptor ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
T junction ΥΠΟΔΟΜΉ
- rechtwinklige Einmündung ΥΠΟΔΟΜΉ
- T-junction
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.