στο λεξικό PONS
I. mi·nus [ˈmaɪnəs] ΠΡΌΘ
II. mi·nus <pl -es> [ˈmaɪnəs] ΟΥΣ
III. mi·nus [ˈmaɪnəs] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. minus (disadvantage):
2. minus (number):
ˈmi·nus sign ΟΥΣ
- minus sign
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
lending minus repayments ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- lending minus repayments
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.