 
  
 Man·ko <-s, -s> [ˈmaŋko] ΟΥΣ ουδ
1. Manko (Nachteil):
-  Manko
-  
-  ein [entscheidendes/großes] Manko haben [o. τυπικ aufweisen]
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 